διερείδομαι

διερείδομαι
(AM διερείδομαι) [ερείδω]
μέσ. στηρίζομαι, ακουμπώ
αρχ.
1. υποστηρίζω, υποστυλώνω
2. μέσ. αντιστέκομαι
3. κρατώ σε απόσταση, χωριστά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διερειδομένων — διερείδομαι pres part mp fem gen pl διερείδομαι pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διερειδόμεθα — διερείδομαι pres ind mp 1st pl διερείδομαι imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διερειδόμενον — διερείδομαι pres part mp masc acc sg διερείδομαι pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διερειδόντων — διερείδομαι pres part act masc/neut gen pl διερείδομαι pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διερεισθέντα — διερείδομαι aor part pass neut nom/voc/acc pl διερείδομαι aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διερεῖδον — διερείδομαι pres part act masc voc sg διερείδομαι pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διερείδοντα — διερείδομαι pres part act neut nom/voc/acc pl διερείδομαι pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διερείδουσιν — διερείδομαι pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διερείδομαι pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διερηρείσμεθα — διερείδομαι perf ind mp 1st pl διερείδομαι plup ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διήρειδον — διερείδομαι imperf ind act 3rd pl διερείδομαι imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”